παράσημο

παράσημο
Διακριτικό σήμα, που απονέμεται από το κράτος ως ηθική ανταμοιβή για ιδιαίτερες υπηρεσίες προς το έθνος, την κοινωνία, τις επιστήμες, τα γράμματα κλπ. Η προέλευσή του συνδέεται με τα θρησκευτικά τάγματα και τα τάγματα των ιπποτών που διαμορφώθηκαν στη Δυτική Ευρώπη από τον 12o αι. κατά τα πρότυπα των μοναστικών ταγμάτων. Στρατιωτικές-μοναστικές αδελφότητες ιπποτών δημιουργήθηκαν στην Παλαιστίνη κατά τη διάρκεια των σταυροφοριών, όπως το Tάγμα των Iπποτών του Αγίου Ιωάννου, το τάγμα των Ναϊτών και το Τευτονικό Tάγμα, καθώς επίσης και στην Ισπανία και στην Πορτογαλία κατά τους αγώνες εναντίον των Αράβων (όπως τα τάγματα της Καλατράβα, της Αλκαντάρα κ.ά.). Την περίοδο από τον 13o μέχρι τον 14o αι. ο αριθμός των ιπποτικών ταγμάτων και τα μέλη τους αυξήθηκαν σημαντικά. Στην αρχή τα τάγματα αυτά ήταν στρατιωτικοθρησκευτικές οργανώσεις που υπάγονταν στον πάπα της Ρώμης και τα μέλη τους έδιναν τον όρκο του μοναχού. Αργότερα, τα περισσότερα πέρασαν στην υπηρεσία των διαφόρων ηγεμόνων, οι οποίοι ίδρυσαν νέα ιπποτικά τάγματα. Τα μέλη των ταγμάτων αυτών έφεραν πολυτελή στολή και διακριτικά σήματα, που αργότερα πήραν τη μορφή του π., όπως ήταν για παράδειγμα το αγγλικό π. της Περικνημίδας (14ος αι.), το Π. του Λουτρού (14ος αι.), το π. του Χρυσόμαλλου Δέρατος της Βουργουνδίας, της Αυστρίας και της Ισπανίας (15ος αι.), το γαλλικό π. του Αγίου Πνεύματος (15ος αι.) κ.ά. Ιδιαίτερα μεγάλος αριθμός π. καθιερώθηκε κατά τον 18o και 19o αι. σε ορισμένες χώρες της Ασίας, όπως το π. της Ημισελήνου στην Τουρκία (1799), το π. του Λέοντος και του Ηλίου στο Ιράν (1808), το π. του Ανατέλλοντος Hλίου στην Ιαπωνία (1875), το π. του Διπλού Δράκοντα στην Κίνα (1882) κ.ά. Το π. ήταν συνήθως ένα σύμβολο (σταυρός, άστρο κλπ.) που κρεμόταν από ταινία ή αλυσίδα ή στερεωνόταν πάνω σε πλατιά ταινία ορισμένου χρώματος. Κάθε π. μπορούσε να είναι μιας ή περισσότερων τάξεων. Η απονομή των π. γινόταν σε μια ιδιαίτερη τελετή η γιορτή. Σε πολλές περιπτώσεις συνοδευόταν από την παραχώρηση δικαιωμάτων κληρονομικού ή ατομικού τίτλου ευγενείας, καθώς και άλλων προνομίων. Τα π. που απονέμονται σήμερα στην Ελλάδα είναι με ιεραρχική τάξη τα εξής τέσσερα α) το Τάγμα του Σωτήρος, β) το Τάγμα της Τιμής, γ) το Τάγμα του Φοίνικος και δ) το Τάγμα Ευποιίας. Επιπλέον απονέμονται σε αλλοδαπούς, για την έξοχη προσωπική αξία ή τον φιλελληνισμό τους, ο Μεγαλόσταυρος, ο Ανώτατος Ταξιάρχης, ο Ταξιάρχης, ο Χρυσός Σταυρός και ο Αργυρός Σταυρός. Αριστεία για εξαίρετες επιδόσεις στα γράμματα και στις τέχνες έχουν καθιερώσει η Ακαδημία και το Πανεπιστήμιο Aθηνών. Τέλος, το 1975 η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή καθιέρωσε το Ολυμπιακό π. Το παράσημο του «Σταυρού του Αγίου Γεωργίου», που αποτελούσε την υψηλότερη στρατιωτική τιμή στην τσαρική Ρωσία (φωτ. ΑΠΕ). Ο πρώην πρόεδρος της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, Χουάν Αντόνιο Σάμαρανκ με το χρυσό ολυμπιακό παράσημο στο λαιμό του (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
το / παράσημον και δωρ. τ. παράσαμον, ΝΑ
νεοελλ.
τιμητικό διακριτικό σύμβολο ή μετάλλιο, συνήθως από χρυσό ή άργυρο και σε σχήμα σταυρού ή άστρου, το οποίο απονέμεται από την πολιτεία ή από κρατικούς οργανισμούς ή ιδρύματα ως ηθική αμοιβή εξαιρετικών υπηρεσιών προς το έθνος και την κοινωνία και ειδικότερα στην άμυνα τής χώρας, στις επιστήμες, στα γράμματα, στις καλές τέχνες
αρχ.
1. διακριτικό σημάδι κάθε είδους, όπως σύμβολο, σημαία πλοίου, έμβλημα πόλεως, αξιωματούχων, στρατιωτών, πατρικίων και πληβείων
2. χαρακτηριστικό γνώρισμα («τὰ τοῡ πένθους παράσημα» — ο ρουχισμός και τα ενδεικτικά σημάδια που φέρει αυτός που πενθεί)
3. σημείωση στο περιθώριο
4. επιγραφή ή ενδεικτική παράσταση
5. ένδειξη, υπόδειξη, σημείο
6. σύνθημα
7. φρ. «παράσημα σωματικά» — ενδείξεις, σημάδια γέννησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ. παράσημος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παράσημο — το χρυσό μετάλλιο, τιμητική διάκριση σε πρόσωπο για τις υπηρεσίες που πρόσφερε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρασημοφορώ — έω 1. απονέμω παράσημο, τιμώ με παράσημο 2. (μέσ. παθ.) παρασημοφορούμαι α) τιμώμαι με παράσημο β) φορώ παράσημο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράσημο + φορῶ (< φόρος < φέρω), πρβλ. οπλο φορώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • Λεγεώνα της Τιμής — (γαλλ. Légion d’ honneur). Γαλλικό ιπποτικό τάγμα και τιμητικός τίτλος που καθιερώθηκε από τον Μέγα Ναπολέοντα στις 19 Μαΐου 1802 με τον σκοπό να τιμήσει τους στρατιωτικούς και πολιτικούς της Γαλλίας για τις υπηρεσίες που παρείχαν στη χώρα. Όσοι… …   Dictionary of Greek

  • περικνημίδα — Τμήμα της πανοπλίας, που προστάτευε το μπροστινό μέρος του ποδιού του πολεμιστή → πανοπλία. * * * η / περικνημίς, ίδος, ΝΜΑ (νεολλ.) 1. περίβλημα τής κνήμης που φοριέται απευθείας επάνω στο δέρμα, η κάλτσα 2. καλτσοδέτα 3. φρ. «παράσημο(ν) τής… …   Dictionary of Greek

  • τάγμα — Το μεγαλύτερο τακτικό τμήμα του συντάγματος ή της ταξιαρχίας. Με την ονομασία αυτή χαρακτηρίζονταν τον 14o 15o αι. τα τμήματα του πεζικού ή του ιππικού, που ήταν διατεταγμένα κατά τετράγωνα και σε ορισμένη απόσταση μεταξύ τους. Η εξέλιξη της… …   Dictionary of Greek

  • Βλαδιμιρέσκου, Τεοντόρ — (Theodore Vladimirescu, ; – 1821). Ρουμάνος στρατιωτικός, με συμμετοχή στο κίνημα της Μολδοβλαχίας. Γεννήθηκε στο χωριό Μεχωνδίσιο της Μικρής Βλαχίας. Στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο υπηρέτησε τους Ρώσους ως αρχηγός εθελοντικού σώματος (1806). Γι’ αυτή… …   Dictionary of Greek

  • αστέρας — αστέρας, ο και αστέρι, το και άστρο, το 1. γενική ονομασία κάθε ουράνιου σώματος: Ο πολικός αστέρας βρίσκεται στη Μικρή Αρκτο. 2. κάθε πράγμα που έχει το σχήμα αστέρα, ιδιαίτερα παράσημο: Του απονεμήθηκε το παράσημο του ερυθρού αστέρα. 3.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τάγμα — το, ατος 1. στρατιωτική μονάδα (μεταξύ λόχου και συντάγματος) που αποτελείται από 3 4 λόχους. 2. οργάνωση μοναχών που ζουν με τους ίδιους κανόνες και με ενιαία διοίκηση: Τάγμα Ιησουιτών, Ιωαννιτών. 3. σύνολο ανθρώπων αφοσιωμένων στην επιδίωξη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σινά — Χερσόνησος της Αιγύπτου, που βρίσκεται μεταξύ των κόλπων του Σουέζ και της Άκαμπα. Έχει έκταση 65 000 τ. χλμ. και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι άνυδρη και άγονη. Ολόκληρο το νότιο τμήμα της αποτελείται από ένα κρυσταλλοπαγή ορεινό όγκο, που… …   Dictionary of Greek

  • έκπτωση — η (AM ἔκπτωσις) 1. πτώση προς τα έξω 2. πτώση προς τα κάτω 3. ηθική ή κοινωνική μείωση μσν. νεοελλ. 1. αφαίρεση αξιώματος, βαθμού, εξουσίας 2. ελάττωση τής τιμής εμπορεύματος ή τού πληρωτέου ποσού σε λογαριασμούς νεοελλ. 1. στέρηση δικαιωμάτων ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”